μυός

μυός
μῦς, μυός
Grammatical information: m.
Meaning: `mous, rat' (IA. etc.), metaph. of sea-animals `mussel, kind of whale etc.' (A. Fr. 34 [= 59 Mette]; details in Thompson Fishes s.v., on the motive for the name Strömberg Fischnamen 109 f.); `muscle' (Hp., Arist.; cf. below).
Other forms: μῦν (analog., s.bel.)
Compounds: Compp., e.g. μυ-γαλῆ (-έη) f. `shrew-mouse' (Hdt., com., Arist.), μυο-θήρας m. `mouse-catching snake' (Arist., Sch.) from where NGr. μεθήρα f. `snake' (Georgacas Μνήμης χάριν 1, 120ff.), ἄ-μυος `without muscle' (Hp.), also μυσ-κέλενδρα n. pl. `mouse-dung' (Dsc., Moer., Poll., H.); for the 2. member cf. Lat. mūs-cerda `id.', but in detail unclear (Schwyzer 533, Schulze Kl. Schr. 394, Specht Ursprung 172).
Derivatives: 1. Diminut.: μυΐδιον (Arr., M. Ant.), also μύδιον `small boat' (D. S.), `small forceps' (medic.); μυΐσκη, -ος `small sea-mussel' (hell.). -- 2. μύαξ, -ᾰκος -n. `sea-mussel' (Dsc., medic.) with μυάκιον (Aët.). -- 3. μυών, -ῶνος m. `muscleballs, -knot' (P 315 a. 324, A. R., Theoc.; Schwyzer 488, Chantraine Form. 162). -- 4. μυωνία (rather -ιά) f. prop. `mouse-hole', `vulva' as term of abuse for a lewd wife (Epicr. 9, 4), directly from μῦς like ἰ-ωνιά from ἴον (s.v.) a.o.; more in Scheller Oxytonierung 45 f., 70 f. -- 5. Adj. μυώδης `muscular' D. S., Plu.), also `mouse-like' (Plu.); μύειος `belonging to the mouse' (An. Ox.), μύϊνος `with the colour of a mouse' (EM, Phot.). -- 6. μυω-τός adjunct of χιτών ('mouse-coloured', `of mouse-skin'?; Poll.); name of a arrow-point (Paul. Aeg.), also `with muscles' (Clearch.), with μυόομαι, -όω `be, become muscular; make' (medic.). -- On μυελός s. v. On several plant names s. Amigues, RPh. LXXIV, 2000, 273f.
Origin: IE [Indo-European] [752] *muHs `mouse'
Etymology: Old IE name of the mouse, in several languages retained: Lat. mūs, mūr-is, Germ., e.g. OHG mūs, Skt. mū́ṣ- etc.; Gr. acc. μῦ-ν is therefore secondary for *μῦ(σ)α (to μῡ(σ)-ός etc.) after ὗν (: ὗς, ὑ-ός) a.o. On the accent in μῦς Berger Münch. Stud. 3, 7. The vowellength was caused by a laryngeal (wrong Schwyzer 350), for which there are two indications; the accent of SCr. mȉš ; Toch. B maścitse `mous', with mas- \< *mwa- \<*muHs-. An old form with short vowel is - wrongly - supposed in Skt. muṣ-ká- m. `testis', cf. 2. μόσχος. -- The metaph. meaning `muscle' (after the mouse-like movement of certain muscles under the skin) can be observed more often, except in Greek and Germ. (OHG a. OE, where esp. `muscle of the upper arm') also in Lat. mūs-culus `small mouse, Muskel', Arm. mu-kn `mouse, muscle'. -- Quite hypothetic is the derivation from the verb, only in Skt., for `steal' muṣ- (pres. mus-ṇā-ti, móṣati), thus a.o. Thieme Die Heimat d. idg. Gemeinspr. 36.
Page in Frisk: 2,275-276

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μυός — Μῦς mouse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυός — μῦς mouse masc/fem gen sg μῦς mouse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… …   Dictionary of Greek

  • ραιβόκρανο — Παραμόρφωση της αυχενικής χώρας που οφείλεται σε μονόπλευρη σύσπαση μυός ή μαλακών ιστών του αυχένα, ή παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης. Συνοδεύεται με ακούσια και μόνιμη κλίση του κεφαλιού. Υπάρχουν δύο είδη ρ. Το συγγενές ρ., εξαιτίας ατελούς …   Dictionary of Greek

  • Myos Hormos — Ville d Égypte antique Noms en grec Μυὸς Ὃρμος Actuellement Quseir al Qadim Localisation …   Wikipédia en Français

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μυογράφημα — και μυόγραμμα, το η γραφική παράσταση τής συστολής ενός μυός, η οποία επιτυγχάνεται με τον μυογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myograph / myogram (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γράφημα / γράμμα < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • μυοειδής — ές (Μ μυοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με μυ, αυτός που εμφανίζει δομή μυός και που μπορεί να συσπάται σαν μυς νεοελλ. φρ. «μυοειδής όγκος» όγκος που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο τού σώματος» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μυοκλονία — η ιατρ. σύντομη ακούσια συστολή τμήματος ή ολόκληρου μυός, ακόμη και ομάδας μυών, με ορατή ή μη ορατή μετακίνησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myoclonie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + κλονία < κλόνος < κλονώ / κλονίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μυοσίτιδα — Επώδυνη φλεγμονή μυός, που μπορεί να προκληθεί από λοίμωξη, τραυματισμό ή διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος. * * * η ιατρ. φλεγμονή τού μυϊκού ιστού, που μπορεί να προκληθεί από λοιμώδεις παράγοντες ή να εκδηλωθεί στο πλαίσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”